Η παχυσαρκία αποτελεί πλέον πραγματική κοινωνική μάστιγα των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών.
Συντελεί στην αύξηση του κινδύνου νοσηρότητας, προκαλώντας εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους κάθε χρόνο στον πλανήτη.
Εννοιολογικά και επιδημιολογικά στοιχεία.
Η παχυσαρκία ορίζεται από τον ΠΟΥ, ως η υπερβολική συσσώρευση λίπους στο σώμα με δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία.
Εκτιμάται σε σχέση με μια κανονιστική τιμή που ορίζεται από την ηλικία και το φύλο.
Η φυσιολογική περιεκτικότητα σε λίπος αναλογεί στο 10% έως 15% του βάρους ενός υγιούς νεαρού άνδρα και στο 20% έως 25% μιας νεαρής γυναίκας.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ (2015), εμφανίζει στα άτομα ηλικίας άνω των 15 ετών, ποσοστό παχυσαρκίας 19.6%, γεγονός που την κατατάσσει στην 8η θέση μεταξύ των 26 συμμετεχόντων χωρών.
Τα ποσοστά παχυσαρκίας των Ελλήνων κατά την πενταετία 2010-2014 (22,4%) είναι παρόμοια με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά και πολύ υψηλότερα από τα διεθνή.
Τα νεότερα δεδομένα του 2015 για την Ελλάδα, αναδεικνύουν χαμηλότερο ποσοστό παχύσαρκων ενηλίκων (17,4%).
Ανάλογα συμπεράσματα προκύπτουν και από τη μελέτη ΥΔΡΙΑ, που πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού κατά την περίοδο 2013-2014.
Αίτια
• Η πρόσληψη τροφής είναι συχνά ανοργάνωτη και ισορροπεί απλά το ενεργειακό ισοζύγιο.
Η κατανάλωση έτοιμων τροφών, μειώνει την πρόσληψη των σύνθετων υδατανθράκων, ενώ αυξάνει παράλληλα την κατανάλωση του λίπους.
• Η δίαιτα με υψηλό ποσοστό λίπους στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και οι κοινωνικές ανισότητες στην υγεία, δικαιολογούν την αντίστροφη σχέση μεταξύ επιπέδου εισοδήματος και παχυσαρκίας στις βιομηχανικές χώρες.
• Η εκβιομηχάνιση, η αστικοποίηση και η προώθηση ενός καθιστικού τρόπου ζωής, συμβάλλουν στην επιδημία της παχυσαρκίας στις αναπτυγμένες κοινωνίες.
• Ο φαιός ή καστανός λιπώδης ιστός, που, όπως προκύπτει, ειδικεύεται στη λιπόλυση, παρουσιάζει αρνητική σχέση με την αύξηση της θερμοκρασίας, γεγονός που θέτει το ερώτημα του βαθμού σχετικότητας μεταξύ της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της εξέλιξης της παχυσαρκίας.
• Διάφοροι ρύποι που προκύπτουν από τα πλαστικά (φθαλικά, οργανοκασσιτερικά) παρεμβαίνουν στον μεταβολισμό των λιποκυττάρων.
• Ο βαθμός κληρονομικότητας της παχυσαρκίας κυμαίνεται μεταξύ 25% και 40%, ενώ εκείνος της μεμονωμένης κοιλιακής παχυσαρκίας αγγίζει το 50%.
Συνοδά νοσήματα
Διαταράσσοντας τις φυσιολογικές μεταβολικές και μηχανικές λειτουργίες του οργανισμού, η παχυσαρκία προάγει ή επιδεινώνει διάφορες άλλες παθήσεις.
Καρδιαγγειακές διαταραχές: υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια, εγκεφαλικό επεισόδιο, βαθιά φλεβική θρόμβωση ή μετεγχειρητική θρόμβωση, εξέλκωση κάτω άκρων.
Μεταβολικές και ενδοκρινείς διαταραχές: σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 με τις επιπλοκές του (τύφλωση, αγγειίτιδα), υπερτριγλυκεριδαιμία, υποHDLαιμία, υπερουριχαιμία, ουρική αρθρίτιδα (συνήθης συνέπεια μιας ταχείας απώλειας βάρους).
Αναπνευστικές διαταραχές: δύσπνοια, υπνική άπνοια, κυψελιδικός υποαερισμός, επιδείνωση άσθματος.
Πεπτικές διαταραχές: γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, διαφραγματοκήλη, χολολιθίαση, λιπώδης διήθηση ήπατος.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών: πρωτεϊνουρία, ακράτεια λόγω του βάρους της κοιλίας.
Δερματικές διαταραχές: υπεριδρωσία, μυκητίαση των πτυχών, καθυστέρηση στην επούλωση.
Ρευματολογικές διαταραχές: αρθρίτιδα, οστεοαρθρίτιδα, κήλη με δίσκους.
Καρκίνος: έρευνες αναφέρουν την παχυσαρκία ως παράγοντα κινδύνου για καρκίνο του μαστού μετά την εμμηνόπαυση, του ενδομητρίου, του παχέος εντέρου, των νεφρών, του παγκρέατος, του οισοφάγου, της χοληδόχου κύστης, του πολλαπλού μυελώματος, των λευχαιμιών και του λεμφώματος μη Hodgkin.
Υποστήριξη
Η πραγματιστική και ρεαλιστική διαχείριση των παχύσαρκων ασθενών περιλαμβάνει τρεις βασικούς στόχους:
1. Έλεγχο βάρους.
Ο έλεγχος αντιμετωπίζει την αύξηση του βάρους και παράλληλα στοχεύει στην απώλεια βάρους μεταξύ 5% και 15% του αρχικού.
2. Πρόληψη επιπλοκών της παχυσαρκίας.
Το συνταγογραφούμενο φάρμακο και ιδιαίτερα οι συστάσεις του τρόπου ζωής, στοχεύουν στον έλεγχο των επιπλοκών της παχυσαρκίας (διαβήτης, δυσλιπιδαιμίες, υπέρταση).
3. Βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Φαρμακευτική αγωγή
Η φαρμακολογική θεραπεία της παχυσαρκίας συνιστάται σε περίπτωση αποτυχίας των άλλων μέτρων.
Ενδείκνυται για ασθενείς με ΔΜΣ >30 kg/m² ή με ΔΜΣ >25 kg/m², συνέχεια παρουσίασης κλινικής ανωμαλίας ή υψηλού κινδύνου νοσηρότητας που σχετίζεται με το υπερβολικό βάρος.
Στο φαρμακείο διατίθενται τα εξής φάρμακα:
Η Λιραγλουτίδη 3.0mg, που αποτελεί το πρώτο ανάλογο του ανθρώπινου γλυκαγονόμορφου πεπτιδίου-1 (GLP-1), το οποίο έχει λάβει έγκριση στην Ευρώπη για τη θεραπεία της παχυσαρκίας, και είναι ένας φυσιολογικός ρυθμιστής της όρεξης, που απελευθερώνεται ως απάντηση στην πρόσληψη τροφής.
Έχει αποδειχθεί ότι μειώνει την πρόσληψη ενέργειας, καθώς και τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα.
Δεδομένων των επιδράσεων του GLP-1 στη ρύθμιση της όρεξης και της γλυκόζης, η λιραγλουτίδη αναπτύχθηκε ως ανάλογο του GLP-1 με ιδιαίτερα υψηλές θεραπευτικές δυνατότητες.
Η χορήγηση συνίσταται σε μία υποδόρια ένεση ημερησίως, ως συμπληρωματική αγωγή σε μια δίαιτα χαμηλών θερμίδων και με αυξημένη σωματική δραστηριότητα, για τον έλεγχο του βάρους σε ενήλικες ασθενείς με ΔΜΣ ≥30 ή ≥27, σε περίπτωση συννοσηρότητας.
Η δυνατότητα της λιραγλουτίδης 3,0 mg να παρέχει μακροχρόνια απώλεια βάρους σε έναν πληθυσμό ατόμων με υπερβάλλον βάρος ή παχυσαρκία, αλλά χωρίς διαβήτη, διερευνήθηκε με τη βοήθεια μιας μελέτης 56 εβδομάδων, της μελέτης “SCALE™ Παχυσαρκία και προδιαβήτης”.
Βάσει λοιπόν της ανάλυσης των δεδομένων που προέκυψαν από την ολοκλήρωσή της, οι συμμετέχοντες που λάμβαναν λιραγλουτίδη, έχασαν κατά μέσον όρο 9,2% του σωματικού τους βάρους στο τέλος της μελέτης.
Ως οι πιο συχνά εντοπιζόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες, αναφέρθηκαν αυτές που σχετίζονταν με το γαστρεντερικό (π.χ. ναυτία, διάρροια, δυσκοιλιότητα, έμετος) που χαρακτηρίζονται δοσοεξαρτώμενες, παροδικές, γενικά ήπιας έως μέτριας βαρύτητας, με υψηλότερο επιπολασμό κατά τη διάρκεια των περιόδων κλιμάκωσης της δόσης.
Για τη θεραπεία της παχυσαρκίας σε υπέρβαρους και παχύσαρκους ενήλικες, είναι επίσης πλέον διαθέσιμος και στην Ελλάδα ο συνδυασμός των δραστικών ουσιών υδροχλωρικής ναλτρεξόνης/υδροχλωρικής βουπροπιόνης, ως συμπλήρωμα μιας δίαιτας μειωμένων θερμίδων και φυσικής άσκησης.
Τα αποτελέσματά του στη μείωση του σωματικού βάρους, σε σύγκριση με εικονικό φάρμακο, αποδείχθηκαν και αξιολογήθηκαν βάσει 4 μελετών, στις οποίες συμμετείχαν περίπου 4.500 παχύσαρκοι ή υπέρβαροι ασθενείς.
Σε τρεις από αυτές, η μέση απώλεια βάρους στους ασθενείς που έλαβαν τον συνδυασμό αυτών των ουσιών κυμάνθηκε από 3,7% έως 5,7%, σε σύγκριση με 1,3% έως 1,9% με το placebo.
Το ποσοστό των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με τον συνδυασμό ουσιών υδροχλωρικής ναλτρεξόνης/ υδροχλωρικής βουπροπιόνης και πέτυχαν απώλεια βάρους της τάξεως του 5%, αναφέρονταν σε 28% έως 42%, σε σύγκριση με 12% έως 14% για το εικονικό φάρμακο.
Διπλάσια μείωση βάρους επετεύχθη, σε ποσοστό 13% έως 22%, στους ασθενείς που έλαβαν τον συνδυασμό ουσιών υδροχλωρικής ναλτρεξόνης/υδροχλωρικής βουπροπιόνης, ενώ το εικονικό φάρμακο προκάλεσε τα ίδια αποτελέσματα μόνο σε ποσοστό 5% με 6% των ασθενών που το έλαβαν.
Τέλος, διατίθεται και η ορλιστάτη για pos χορήγηση.
Πρόκειται για ένα συνθετικό παράγωγο της λιποστατίνης, ενός μορίου που παράγεται από Streptomyces toxytricini, το οποίο μειώνει την υδρόλυση των διατροφικών τριγλυκεριδίων, μέσω αναστολής των γαστρεντερικών λιπασών.
Αυτό εμποδίζει την απελευθέρωση των ελεύθερων λιπαρών οξέων και μονογλυκεριδίων, των οποίων η απορρόφηση μειώνεται.
Ως αντίδραση άμυνας, ο οργανισμός κινητοποιεί τα αποθέματα λίπους του και προχωρά σε λιπόλυση.
Το φάρμακο συνδέεται με μια δίαιτα ισορροπημένη, μέτριας θερμιδικής αξίας.
Η θεραπεία είναι μακροχρόνια, ωστόσο, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δύο έτη, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τους τρεις πρώτους μήνες, οι περιορισμοί έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια περισσότερο του 5% του αρχικού βάρους.
Η δράση της ορλιστάτης περιορίζεται στον εντερικό αυλό, με αποτέλεσμα οι παρενέργειές της να αφορούν ουσιαστικά το πεπτικό σύστημα.
Κοιλιακό άλγος, λιπαρά, μαλακά κόπρανα, αίσθηση επείγοντος και μετεωρισμός, παρατηρούνται στην αρχή της θεραπείας, αλλά υποχωρούν εντός ολίγων ημερών.
Οι εκδηλώσεις αυτές ενθαρρύνουν παραδόξως τη συμμόρφωση του ασθενούς με τις διατροφικές συστάσεις, καθώς γεύματα πλούσια σε λίπος αυξάνουν τη συχνότητα των γαστρεντερικών διαταραχών.
Διατροφικές συστάσεις
Απαιτούνται ισορροπημένα γεύματα σε πρωτεΐνες, βιταμίνες, ανόργανα στοιχεία και ιχνοστοιχεία.
Απαραίτητη κρίνεται η μειωμένη πρόσληψη θερμίδων, ενώ τα τρόφιμα με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη πρέπει να αποφεύγονται.
Η απόλυτη νηστεία απαγορεύεται, καθώς προκαλεί σημαντική απώλεια μυϊκού ιστού και δύναται να προκαλέσει προβλήματα αρρυθμίας.
Φυσική δραστηριότητα
Η διατήρηση ή η αύξηση της μυϊκής μάζας μέσω της σωματικής άσκησης, παραμένει ο μόνος γνωστός τρόπος για την αύξηση της ενεργειακής δαπάνης ηρεμίας, η οποία μειώνεται με την πάροδο της ηλικίας.
Η παρατεταμένη άσκηση αντοχής κινητοποιεί τα λιπαρά οξέα, αλλά είναι εξίσου σημαντικό να αυξηθεί η καθημερινή σωματική δραστηριότητα.
Ψυχολογική υποστήριξη
Η ψυχολογική στήριξη είναι σημαντική στη διαχείριση της παχυσαρκίας, ειδικά επειδή πρόκειται για περιοριστική θεραπεία.
Η βοήθεια στην κατεύθυνση εντοπισμού των αιτιών και των συνεπειών της παχυσαρκίας, απενεχοποίησης του ασθενή και μείωσης του άγχους, αποτελεί μια εξειδικευμένη υπόθεση ψυχοθεραπείας.
Μια από τις πιο ενδεδειγμένες ψυχοθεραπευτικές μεθόδους είναι η Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία (ΓΣΘ).
Είναι βραχείας διάρκειας (5-15 συνεδρίες) και στοχεύει στην αλλαγή των σχετικών με τη διατροφή και τη φυσική άσκηση συμπεριφορών.
Χειρουργική επέμβαση
Αυτού του είδους η θεραπευτική παρέμβαση στοχεύει στον περιορισμό της πρόσληψης τροφής, με σκοπό να μειωθεί η ημερήσια πρόσληψη θερμίδων.
Πρόκειται για την καλύτερη θεραπευτική στρατηγική, όσον αφορά στη νοσηρή παχυσαρκία (BMI > 40), τόσο σχετικά με τη μείωση βάρους, όσο και με τη μείωση των παραγόντων κινδύνου.
Ελπινίκη Μπισκανάκη, Νοσοκομειακή Φαρμακοποιός, ΠΓΝΑ Ιπποκράτειο BSc, MPharm, MSc in Health Management
www.PharmaManage.gr